Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Ο δικός μου Ρίτσος


Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες – τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα –
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τους στίχους που έγραψα Ιούλιο και Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσά τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα’ ναι το τελευταίο.

Γιάννης Ρίτσος, Το τελευταίο καλοκαίρι

Μέσα από αυτό το ποίημα, που γράφηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1989, στο Καρλόβασι της Σάμου, ο Γιάννης Ρίτσος αποχαιρετούσε τους ανθρώπους και τη ζωή. Η υποψία του πως εκείνο τo καλοκαίρι στη Σάμο, θα ήταν το τελευταίο, διαψεύστηκε. Τα τζιτζίκια, τα δέντρα, η θάλασσα, η φύση που αγάπησε και τραγούδησε στο έργο του, έμελλε να τον συντροφεύσουν μέχρι το επόμενο, του 1990, αφού στις11 Νοεμβρίου, άφησε για πάντα το γήινο κόσμο των ανθρώπων και πέρασε ένδοξα στον μεταφυσικό των ποιητών. Γιατί εκεί ανήκουν ποιητές του εκτοπίσματος του Ρίτσου.

Φέτος, συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση του. Μήπως τον ξεχάσαμε; Ο ίδιος δεν πιστεύω ότι θα μας ξεχάσει ποτέ, όπου και αν βρίσκεται, γιατί εμείς οι Άνθρωποι ήμασταν το υλικό του.

Η πρώτη μου επαφή με την ποίησή του δεν με μάγεψε, αντιθέτως, αδιαφόρησα στα χρόνια του σχολείου. Γνώρισα έναν ποιητή επαναστάτη, στρατευμένο αριστερό, χωρίς να γνωρίζω ότι πίσω από κάθε του λέξη, κάθε του στίχο κρύβεται ένα κομμάτι του ψυχισμού του, μια ακόμη δοκιμασία της τραγικότητας της ζωής του, μια αλήθεια, ένας έντονος λυρισμός…

Ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας. Γεννήθηκε τη Μονεμβασιά το 1909. Τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια του Νίνα, Μίμης και Λούλα τα συναντούμε συχνά στο ογκώδες έργο του, με περισσότερες από εκατό ποιητικές συλλογές, συχνά με το όνομά τους ή μεταπλασμένα σε μορφές μυθικές. Ανήκε σε οικογένεια μεγαλογαιοκτημόνωνη η οποία σταδιακά άρχισε να φθίνει οικονομικά πριν ακόμα ίδιος μπει στην εφηβεία, με αποτέλεσμα να περιπέσει σε πλήρη ανέχεια αργότερα, σημειώνει η Χρύσα Προκοπάκη, στον πρόλογο της ανθολογίας της για τον Ρίτσο. Το πένθος εισέρχεται στη ζωή του λίγο αργότερα με το θάνατο του αδελφού του Μίμη από φυματίωση και λίγους μήνες αργότερα ακολουθεί και η μητέρα του από την ίδια ασθένεια. Η φθορά αυτή ήταν η έμπνευση για τον ποιητή και έμελλε να σφραγίσει τόσο τη ζωή όσο και το έργο του. Το 1926 προσβάλλεται και ο ίδιος από φυματίωση και νοσηλεύεται στο σανατόριο της «Σωτηρίας», όπου μυείται στον μαρξισμό. Εκεί ανακαλύπτει το κοινωνικό όραμα και το μεγάλο ταξίδι στον κόσμο της ποίησης ξεκινά. Κυνηγημένος και εξόριστος, κατακριτέος αριστερός, πονεμένος από τη ζωή του εναποθέτει την τραγικότητα της ύπαρξης του, στους στίχους του… Όχι βέβαια σε αυτούς που μας έμαθαν στο σχολείο…

Ο Ρίτσος, που αγάπησα δεν είναι εκείνος των στρατευμένων ποιημάτων. Ο Ρίτσος, ήταν επίστρατος των ανθρώπων, της κοινωνίας, του έρωτα, της ζωής, των στιγμών. Ο πραγματικός ποιητικός του λόγος, συνειδητοποίησα αργότερα, ότι κρύβεται σε εκείνα τα στοχαστικά μικρά λυρικά ποιήματα της ωριμότητάς του, πάντα με διάχυτη την ανθρώπινη αγωνιστικότητα, σε όλες τις εκφάνσεις της.

Σκέπασα το πιάτο του
έφυγα.
Το φαγητό του θα το βρει ζεστό.
Θα καταλάβει πως εγώ το σκέπασα.
Θα καταλάβει πως λείπω;

Το ποίημα αυτό, ανήκει στη δεύτερη σειρά της συλλογής του «Χάρτινα», η οποία γράφτηκε από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1973 στην Αθήνα, στα «πέτρινα» χρόνια της δικτατορίας στην Ελλάδα. Σήμερα, ξαναδιαβάζοντάς το, κλείνοντας τα μάτια, βρίσκομαι και πάλι στην αγαπημένη μου πόλη, τα Ιωάννινα. Η σιγανή, γεμάτη ευαισθησία φωνή της καθηγήτριάς μου Σόνιας Ιλίνσκαγια, με τα σπαστά ελληνικά της απαγγέλλει το συγκεκριμένο ολιγόστιχο και βουρκώνει. Όλα τα ποιήματα του Ρίτσου πια για μένα απέκτησαν ηχητική υπόσταση και έχουν τη φωνή της κυρίας Ιλίνσκαγια. Για μένα ο Ρίτσος είναι συνυφασμένος με τη μελαγχολία της πόλης των Ιωαννίνων, το μαγευτικό τοπίο, τη ψιλή βροχή, τα γυμνά δέντρα, τα στενά δρομάκια, τη Σόνια Ιλίνσκαγια και το πρόγραμμα του Erasmus στο οποίο συμμετείχα. «Η μοναξιά, το ένστικτο της ανθρώπινης επιβίωσης την εποχή της Χούντας ξεπερνά την ανάγκη της συντροφικότητας. Η πεινά, η απουσία… » σημειώνω δίπλα από το ποίημα. Λόγια της κυρίας Ιλίνσκαγια, η οποία κατάγεται από τη Ρωσία, ήταν η πρώτη που μετέφρασε Καβάφη στα ρωσικά και υπήρξε προσωπική φίλη του Ρίτσου. Μας μιλούσε για την άλλη όψη του ποιητή, τη γήινη, όχι του καλλιτέχνη και αντιλαμβανόμασταν πόσο ταυτισμένες ήταν.

Κάπως έτσι γνώρισα το Ρίτσο… «Κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει το Ρίτσο», έλεγε και η κυρία Ιλίνσκαγια, «η ποίηση του είναι ωκεανός και κάθε του μεγάλο ή μικρό ποίημα μια σταγόνα» συμπλήρωνε. Ένας τόσος μεγάλος όγκος ποιημάτων είναι δύσκολο να συγκεντρωθεί σε άπαντα… Ο Ρίτσος έγραφε ακατάπαυστα, βρισκόταν σε συνεχή έμπνευση ακόμα και στις περιόδους της εξορίας του. Έγραφε σε μικρά χαρτάκια και τα έχωνε στο χώμα.

Συχνά σήμερα η φωνή της Σόνιας Ιλίνσκαγια ηχεί στ’ αυτιά μου και νιώθω την ανάγκη της ανάγνωσης του Ρίτσου. Με εξαγνίζει, με ηρεμεί, μου ξυπνά μνήμες και έχει τόσα ακόμη να μου δώσει. Εξάλλου, κάθε φορά μου δίνει απαντήσεις σε καινούργια ερωτήματα… Η γνωριμία μαζί του, μέσα από το έργο του, δεν τελειώνει ποτέ, αφού έγραψε και ο ίδιος «Αν δεν το πάρεις, δεν το’ χω». Νομίζω πως κάτι βρήκα, κάτι πήρα γιατί έχει πάρα πολλά να μου δώσει…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου