Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις μου

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΖΙΒΛΑ


Μετροφυλλούσε με μανία την πρωινή εφημερίδα και έπινε νευρικά τον καφέ του. Κοίταζε συνεχώς το ρολόι κι αναρωτιόταν, γιατί δεν περνούσε η ώρα. Κάποτε δεν τον ένοιαζε ο χρόνος, τώρα μετρά τα λεπτά, ακόμη και τα δευτερόλεπτα. Το καλοραμμένο κοστούμι του, πρόδιδε την οικονομική του κατάσταση. Δε θα τον έλεγες όμορφο, μάλλον γοητευτικό. Το βλέμμα του ήταν άδειο και θαμπό, όπως και η ζωή του.

Πήρε το χαρτοφύλακά του και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο. Το τραγούδι στο ραδιόφωνο τον ταξίδεψε χρόνια πίσω κι έφερε στο μυαλό του αναμνήσεις που είχε ξεχάσει ότι υπήρχαν. Άλλαξε βιαστικά τη συχνότητα του ραδιοφώνου και απάντησε στο τηλέφωνό του που κτυπούσε με μανία.

Οδηγούσε κι έβριζε τους υπαλλήλους του, ‘άχρηστους’ τους ανέβαζε, ‘άχρηστους’ τους κατέβαζε. Κατάφεραν -για άλλη μια φορά-να τον εκνευρίσουν, απ’το πρωί. Φρενάρισε απότομα στο κόκκινο φανάρι. Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπά, δε θα το απαντούσε αυτή τη φορά. Χαλάρωσε τη γραβάτα που τον έπνιγε εδώ και ώρα και βυθίστηκε στις σκέψεις του.

Στάθμευσε έξω από το γραφείο, κατέβηκε βιαστικός, πήρε τους φακέλους που χρειαζόταν και έφυγε πατώντας γκάζι.

Κάποτε περπατούσε με σκυμμένο κεφάλι και με φοβισμένη ματιά. Είχε καταφέρει να γίνει κύριος του εαυτού του, αποκτώντας όλα όσα ήθελε και κυρίως μακριά από εκείνον τον αναθεματισμένο τόπο ό,που είχε μεγαλώσει. Βρισκόταν ανάμεσα σε ανθρώπους με κύρος και δύναμη, ανθρώπους που τον έκαναν να νιώθει σημαντικός.

Οι απλοί άνθρωποι της επαρχιακής πόλης στην οποία μεγάλωσε, τον θυμούνται που και που και σιγοψιθυρίζουν׃ ‘Πού να’ναι εκείνο το καλό παιδί;’


Υ.Γ: ‘...Κράτησα τη ζωή μου, ψιθυριστά, μέσα στην απέραντη σιωπή...’’-Γ.Σεφέρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου