
Το μεσογειακό αεράκι είχε κοπάσει. Παντού κυριαρχούσε μια ανυπόφορη σιωπή, σαν τη σιγή μετά τον πυροβολισμό. Ο βόμβος απ' τις μύγες που περιτριγύριζαν μερικά αποφάγια και οι ανέμελες φωνές της μικρής Χριστίνας ήταν οι μόνες παραφωνίες σ' αυτή τη βουβαμάρα. Σιωπή... Οι άνθρωποι όμως τόσο ανήσυχοι. Μια εφημερίδα ξεχασμένη στο τραπεζάκι κάτω από τη συκιά έγραφε: «Κουράγιο αδέλφια». Και η ημερομηνία ήταν 22 Αυγούστου 1974.
Το Χριστινάκι είχε κλείσει τα πέντε. Η μάνα της δεν ήθελε η κόρη της να μάθει γράμματα. «Αχρείαστα πράγματα για μια γυναίκα» έλεγε. Θα την έστελνε να μάθει ράψιμο στο Βαρώσι, κοντά στην κυρία Μυρούλα και θα έμενε με τις θείες της εκεί να την προσέχουν. Στα σχέδια της Μάρθας, της μάνας της Χριστίνας, συμφωνούσε και ο Αντρέας, ο σύζυγος. Μέχρι που έγινε το κακό, λίγες μέρες πριν, στις 14 του μήνα. Δάκρυζε μαζί τους η Παναγιά ανήμερα της γιορτής της.
Το Χριστινάκι έπαιζε ανέμελο κάτω από μια ελιά, για να έχει σκιά και παραδίπλα η μάνα της. Βουρκωμένη κοιτούσε με βλέμμα θολό το παιδί της και αναλογιζόταν τα όνειρα που έκαναν με τον Αντρέα, το σπίτι που είχαν κτίσει με τα δύο τους χέρια, το Χριστινάκι τους... Ο Αντρέας αγνοείται, η Μάρθα βρίσκεται μετέωρη στις σκηνές, με την ψυχή κρεμασμένη στον ουρανό, κρατώντας το κλειδί του σπιτιού της στην Αχερίτου σφιχτά στο χέρι της. Καταραμένος Αύγουστος.
Αφοσιώθηκε στο Χριστινάκι. Πρόκοψε το κορίτσι της, σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα, διορίστηκε στη μέση εκπαίδευση και απέκτησε δύο γιους, τον Γιώργο και φυσικά τον Αντρέα, τ' όνομα του πατέρα της.
Κάθε Αύγουστος, αν και ξυπνά τη μνήμη, λειτουργεί για αυτή την οικογένεια καθησυχαστικά. Δεν θα τους βρει άλλο κακό. Η Μάρθα θα αφήσει για λίγο τους βασιλικούς της στον κήπο στον προσφυγικό συνοικισμό, μα όχι τις πικρές σκέψεις της. Θα πάει με την κόρη, τον γαμπρό, τους εγγονούς της στο εξοχικό τους στον Πρωταρά και θα ρεμβάζει την απέναντι όχθη της Αμμοχώστου. Εκεί όπου άφησε τη ζωντανή ψυχή της... Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα αρνήθηκε κατηγορηματικά να πάει όσο και αν το ήθελε. Δεν μπορούσε...
Όταν το μυαλό «κολλάει», ιδιαίτερα τα καλοκαίρια, για το επόμενό κείμενο, οι λέξεις παίρνουν μορφή σε προτάσεις και γίνονται πιο εύκολα τέτοιες μικρές ανθρώπινες ιστορίες της Κύπρου, που φαίνεται ότι τις έχουμε ξεχάσει. Και όμως είναι τόσο ρεαλιστικές. Αυτή είναι η Κύπρος. Η Κύπρος των πονεμένων και πληγωμένων ανθρώπων που δεν κατάφεραν να ζήσουν σε μία ενωμένη πατρίδα και είδαν τα όνειρά τους να γίνονται σκόνη, σε μια στιγμή.
Πόσο, αλήθεια, έχει εισχωρήσει εκείνο το καλοκαίρι στο DNA μας; Πόσο ακόμα θυμόμαστε ότι ζούμε σε μια υπό κατοχή πατρίδα και πόσο αλήθεια έχουμε αλλοτριωθεί; Όσο υπάρχει η Μάρθα, η κάθε Μάρθα, ακόμα και η μικρή Χριστίνα, τα καλοκαίρια θα εξακολουθεί να μας διαπερνά μία ασυνείδητη ανησυχία... Τουλάχιστον αυτό αισθάνομαι... Η λήθη αργεί ακόμα, όσο υπάρχουμε.
nomizw ta logia einai peritta
ΑπάντησηΔιαγραφή